τριχέα

τριχέα
ἡ, Α
τροχιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θρίξ, τριχός + κατάλ. -έα (πρβλ. ἰδ-έα), εφόσον δεν πρόκειται για εσφ. τ. αντί τροχιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τροχιά — Η κλειστή διαδρομή που εκτελεί ένα σώμα όταν κινείται γύρω από ένα ή περισσότερα σώματα. Ο όρος τ. χρησιμοποιείται συνήθως στην αστρονομία και αναφέρεται στην κίνηση που εκτελούν οι πλανήτες και οι κομήτες γύρω από τον Ήλιο ή οι δορυφόροι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”